- σταδιομέτρηση
- η, Νβλ. σταδιομετρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταδιομετρία — και σταδιομέτρηση, η, Ν (γεωδ. τοπογρ.) έμμεση οπτική μέθοδος για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τις γεωδαιτικές και τοπογραφικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + μέτρηση / μετρία*] … Dictionary of Greek
σταδιομετρικός — ή, ό, Ν [σταδιομετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σταδιομέτρηση 2. φρ. α) «σταδιομετρικές γραμμές» οι γραμμές τού σταδιομέτρου από τις δύο πλευρές τού σταυρονήματος β) «σταδιομετρική ανάγνωση» ανάγνωση σε σταδία με σταδιόμετρο σταθερής… … Dictionary of Greek